Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυχολιπής — ές, Α άψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + λιπής (< λείπω), πρβλ. σαρκο λιπής] … Dictionary of Greek
ψυχολιπές — ψῡχολιπές , ψυχολιπής lifeless masc/fem voc sg ψῡχολιπές , ψυχολιπής lifeless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)